ὁλότητος

ὁλότητος
ὁλότης
wholeness
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολότητα — η (ΑΜ ὁλότης, ητος) 1. το σύνολο, το όλον («η ολότητα τών εργαζομένων») 2. η ιδιότητα τού όλου ή η αφηρημένη έννοιά του («ὡς οὔσης τῆς ὁλότητος ἑνότητός τινος», Αριστοτ.) νεοελλ. (φιλοσ.) η ιδιότητα τών πραγμάτων ή συστημάτων που αποτελούνται από …   Dictionary of Greek

  • υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”